Φερντυντούρκε


«Ένας μεγάλος ποιητής ο Ιούλιος Σλοβάσκι, μεγάλος ποιητής. Αγαπάμε τον Ιούλιο Σλοβάσκι κι ενθουσιαζόμαστε απ’ την ποίησή του γιατί ήταν ένας μεγάλος ποιητής. Σημειώστε παρακαλώ σχετικά μ’ αυτό το θέμα μια εργασία για το σπίτι: «Γιατί τα ποιήματα του Ιουλίου Σλοβάσκι, αυτού του μεγάλου ποιητή, περιέχουν μιαν αθάνατη ομορφιά που εγείρει τον ενθουσιασμό;»
Σ’ αυτό το σημείο του μαθήματος ένας μαθητής στριφογύρισε νευρικά και στέναξε:
«Μα εγώ δεν ενθουσιάζομαι καθόλου! Δεν έχω ενθουσιαστεί καθόλου! Δεν με ενδιαφέρει! Δεν θέλω να διαβάσω περισσότερες από δυο στροφές κι ακόμη κι αυτές δεν μ’ ενδιαφέρουν, Θεέ μου πως θα μπορούσε άραγε αυτό να μ’ ενθουσιάζει, αφού δεν μ’ ενθουσιάζει;»
Ξανακάθισε με γουρλωμένα μάτια σαν να καταγκρεμιζόταν μέσα σε μιαν άβυσσο. Μπροστά στην αφελή του ομολογία ο καθηγητής παραλίγο να πάει από αποπληξία.
«Όχι τόσο δυνατά, έλεος!» σφύριξε. «Γκάλκιεβιτς θα μου το πληρώσετε. Θέλετε το χαμό μου; Δεν συνειδητοποιείτε τι λέτε;»
«Μα δεν θέλω να καταλάβω! Δεν μπορώ να καταλάβω πως μ’ ενθουσιάζει, αφού αυτό δεν μ’ ενθουσιάζει!»
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: «Πως είναι δυνατόν να μην σας ενθουσιάζει αυτό Γκάλκιεβιτς, αφού σας εξήγησα χίλιες φορές πως αυτό σας ενθουσιάζει;»
ΓΚΑΛΚΙΕΒΙΤΣ: «Όμως εμένα δεν μ’ ενθουσιάζει».
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: «Αυτό αφορά μόνον εσάς Γκάλκιεβιτς. Φαίνεται πως σας λείπει η ευφυία. Οι υπόλοιποι είναι ενθουσιασμένοι».
ΓΚΑΛΚΙΕΒΙΤΣ: «Στο λόγω της τιμής μου, κανείς δεν έχει ενθουσιαστεί. Πως θα ήταν λοιπόν δυνατόν, αφού κανείς δεν διαβάζει αυτά τα πράγματα πέρα από μας στο σχολείο και μάλιστα επειδή μας υποχρεώνουν;»
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: «Όχι τόσο δυνατά, έλεος! Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν λίγοι άνθρωποι πραγματικά καλλιεργημένοι κι ανώτεροι…»
ΓΚΑΛΚΙΕΒΙΤΣ: «Όμως ούτε κι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι ενθουσιάζονται. Κανένας, ούτε ένας, απολύτως κανένας».
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: «Γκάλκιεβιτς έχω γυναίκα και παιδί! Λυπηθείτε τουλάχιστον το παιδί! Δεν χωρά αμφιβολία, Γκάλκιεβιτς, πως η μεγάλη ποίηση πρέπει να μας ενθουσιάζει, ο Σλοβάσκι λοιπόν ήταν ένας μεγάλος ποιητής. Ίσως δεν σας συγκινεί, αλλά μην μου πείτε πως η ψυχή σας δεν συγκλονίζεται απ’ τον Μίκιεβιτς, τον Μπάυρον, τον Πούσκιν, τον Σέλεϋ, τον Γκαίτε…»
ΓΚΑΛΚΙΕΒΙΤΣ: «Δεν συγκλονίζουν κανέναν. Δεν ενδιαφέρουν κανέναν και φέρνουν ανία σ’ όλους. Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει περισσότερο από δυο στροφές. Ω, Θεέ μου! Δεν μπορώ!..»
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: «Γκάλκιεβιτς είναι απαράδεκτο. Η μεγάλη ποίηση όντας μεγάλη και όντας ποίηση, δεν μπορεί να μην σας ενθουσιάζει. Λοιπόν σας ενθουσιάζει».
ΓΚΑΛΚΙΕΒΙΤΣ: «Μα εγώ δεν μπορώ. Και κανείς άλλος δεν μπορεί. Θεέ μου!»
Ο καθηγητής ιδρωκοπούσε. Βγάζοντας απ’ το πορτοφόλι του μια φωτογραφία της γυναίκας του και του παιδιού του, προσπάθησε να συγκινήσει τον Γκάλκιεβιτς, αλλά αυτός περιοριζόταν στο να επαναλαμβάνει: «Δεν μπορώ, δεν μπορώ». Αυτό το μοιραίο «δεν μπορώ» εξαπλωνόταν, φούντωνε, γινόταν μεταδοτικό, ακούστηκαν μερικά «κι εμείς δεν μπορούμε» και βρεθήκαμε μπρος στην απειλή μιας γενικής ανημποριάς. Ο καθηγητής βρισκόταν σ’ ένα τρομερό αδιέξοδο. Κάθε δευτερόλεπτο κινδύνευε να γίνει μια έκρηξη… ανημποριάς, κάθε στιγμή κινδύνευε να ξεσπάσει ένας βρυχηθμός απέχθειας που θα έφτανε στ’ αυτιά του διευθυντή ή του επιθεωρητή, κάθε λεπτό, το οικοδόμημα κινδύνευε να καταρρεύσει θάβοντας μαζί του και το παιδί κάτω απ’ τα ερείπιά του, όμως ο Γκάλκιεβιτς δεν μπορούσε, δεν μπορούσε, συνέχιζε να μην μπορεί.
………………………………………………………
Βίτολντ Γκόμπροβιτς / Φερντυντούρκε
Εκδόσεις Ερατώ, μετάφραση: Τασία Χατζή
Φώτο: Αφίσα του εικαστικού Leszek Zebrowski για πολωνική θεατρική παράσταση βασισμένη στο Φερντυντούρκε.

Το Φερντυντούρκε γυρίστηκε και σε ταινία το 1991 από τον Πολωνό σκηνοθέτη Jerzy Skolimowski. Ο αγγλικός του τίτλος ήταν 30 Door Key.