From Her to Eternity

Νύχτα αιώνια στων περιττωμάτων τον υπόνομο, στην εξορία του οπτικού καταρράκτη. Σώμα λεπρό, ω, σώμα λεπρό. Μοιάζεις με λευκό πανί σημαίας. Εγώ παραδίδομαι. Ο Θεός δεν συλλαμβάνει αιχμαλώτους. Εγώ εξαιρούμαι.
Απορροφούμε την εικόνα, το εκθαμβωτικό σχήμα του σώματος που είναι και θα εξακολουθήσει να είναι η πηγή της ζωής, ο φυγόκεντρος άξονας των εντυπώσεών μας. [‘Achtung!’ – σβησμένο.] Αλληθωρίζουμε. Συστρέφουμε το βιδωτό βλέμμα μας, όμως είναι ένας ετοιμοθάνατος, ετοιμοθάνατος ήλιος που σκεπάζει με μια κουβέρτα το στίγμα των εικασιών μας και μετατρέπει το λάκκο της λάσπης σε Πελώριο Χρυσαφένιο Δίσκο, στρογγυλό και επίπεδο. [‘squi’- σβ.] Ακολουθούμε την περίμετρο, ανασηκώνοντας τα μάτια από το κεντρικό μυστήριο μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσουμε Πως Είμαστε Ακόμα σε Στέρεο Έδαφος. Είμαστε.
Ατμός υψώνεται σε σπείρες από τη φιγούρα. Μετά από μια ολόκληρη περιστροφή η φιγούρα δεν έχει κινηθεί. Το ένα οπτικό πεδίο ακολουθεί το άλλο με θελκτική κυκλική εναλλαγή. Φοβόμαστε μήπως μας προδώσουν τα μάτια μας, όπως έχει συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν, οπότε αφομοιώνουμε τις πληροφορίες με μεγαλύτερη επιτακτικότητα. Ο χρυσός ήλιος βυθίζεται. Τα μυαλά μας τρέχουν ασταμάτητα. Απορροφούμε, ταξινομούμε, ερμηνεύουμε, οικοδομούμε. Τα κεφάλια μας πάλλονται με αρρωστημένη ποίηση. Η ομίχλη [‘hangs’- σβ.] παγιδεύεται κάτω από τη φυλλωσιά των δένδρων. Κρέμεται σε πέπλα. Κρέμεται σε πέπλα. Τα δένδρα και οι θάμνοι μοιάζουν ξαφνικά με νυφούλες λησμονημένες.
Το σκοτεινό ανάχωμα θα μυρίζει θάνατο, πριν από την αποστειρωμένη ανατολή. Πως το γνωρίζουμε αυτό; Γνωρίζουμε, τώρα, ότι ήταν ο θάνατος που έκλεψε τις κλαίουσες νύμφες, καθώς πίσω από τα πέπλα τους πέφτουν βαριά δάκρυα που στάζουν μέσα στο χρυσαφένιο δίσκο. Μια μπουκιά αφάγωτη στο κέντρο του δίσκου. Μπορείς οπουδήποτε να βρεις ένα πιθανό σύζηγο, όμως και το πιο καλό φαγητό σύντομα θα χαλάσει. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η δεξίωση ήταν μεγαλοπρεπής. Αναγνωρίζουμε την χαλασμένη μπουκιά ως οστρακόδερμο, πιθανότατα μια γαρίδα. Τα μάτια μας πασχίζουν για περισσότερα στοιχεία. Ατμός υψώνεται σε σπείρες πάνωθέ της.
Βλέπουμε τα λυγισμένα του γόνατα να αγγίζουν το [‘sides’- σβ.] στήθος και πως κείτεται γυμνός στο ένα πλευρό, ξεχασμένος. Βλέπουμε την χλωμή πορτοκαλί λάμψη να διαχέεται μέσα από την ομίχλη καθώς συλλαμβάνει τις χάντρες της υγρασίας πάνω στο σώμα του. Από την περίμετρο το δέρμα του μοιάζει τετμημένο σαν το εξωτερικό κέλυφος ενός αστακού ή μιας γαρίδας. Κείτεται γυμνός [‘up’-σβ.] στο ένα του πλευρό. Ένα σαν κατράμι μαύρο μαργαριτάρι κοιτάζει ψηλά, παγωμένο. Υποθέτουμε πως είναι το νεκρικό του βλέμμα, μέχρι που με μια σχεδόν τενόντια σύσπαση στο πρόσωπο ή στο σώμα, μοιάζει να ικετεύει, τούτο το σαν κατράμι μαύρο μαργαριτάρι, να ικετεύει το θάνατο ενώ εμείς στέκουμε άναυδοι. Οι καρδιές μας σκιρτούν από συμπόνια. Από τα μάτια μας αναβλύζει η θλίψη και κυλάει ελεύθερη στα μάγουλά μας. Ανακατεύεται [‘freely’- σβ.] μ’ εκείνη των λησμονημένων νυμφών που δεν έχουν σταματήσει, ούτε για μια στιγμή. Απλώνουμε τα χέρια μας προς το μέρος του, μάταια όμως και παρόλο που είμαστε όλοι άντρες ψηλοί, δεν μπορούμε να τον φτάσουμε. Ακόμα παραμένει ακίνητος, όπως το μάτι του. Προσπαθούμε να του φωνάξουμε, μα δεν έχουμε ακόμα φωνή. Η ασφάλεια της γνώσης ότι είμαστε πολλοί και η ακατάσχετη τάση να βοηθήσουμε μας ωθούν να διασχίσουμε γενναία την περίμετρο. Όμως [‘ga’-σβ.] ευσεβείς πόθοι, τίποτα, ούτε καν τα γενναία μας βήματα δεν μπορούν να μετριάσουν τη λαιμαργία του αδηφάγου στομίου. Και να! Η μαύρη λάσπη ρουφά τα γυμνά από μπότες πόδια μας και μας αναγκάζει να κυλιστούμε προς τα πίσω, ειδάλλως θα μας καταπιεί ολόκληρους. Τρέμουμε στο σκοτάδι, ο ήλιος έχει πια χαθεί και μαζί του, η χρυσή λάμψη.
Ω χαμένος ο ήλιος. Στο σπίτι καρφωμένες οι Nancies μας ξαπλώνουν στη ζέστα, προσμένοντας. Ω χαμένη η λάμψη. Οι μπότες μας γέμισαν μαύρη λάσπη. Ολοένα τις ξύνουμε μα είναι κατεστραμμένες. Πώς να παρακολουθήσουμε τη δεξίωση με μια μουσκεμένη μπότα. Δεν μπορούμε. Αλίμονο, πρέπει ν’ αφήσουμε το χρυσό να θαμπώσει και το φαγητό να χαλάσει.
Το ξεχασμένο οστρακόδερμα σαπίζει ακαριαία, και παίρνει ένα καπνισμένο γκρίζο χρώμα. Η σήψη δουλεύει σαν καρκίνος από την κάτω πλευρά του μαυροπράσινου δίσκου. Μέσα σε λίγα λεπτά, σχεδόν η μισή μπουκιά έχει φαγωθεί. Εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Μόνο το σαν κατράμι μαύρο μαργαριτάρι κοιτάζει ψηλά, ικετευτικά. Ένα σμήνος εντόμων επιτίθεται στα απομεινάρια του υπό εξαφάνιση περιγράμματός, ρουφώντας και κεντρίζοντας και κάνοντας το δέρμα του να ανθίσει με εξανθήματα και δαγκωνιές. Είμαστε ανίκανοι να βοηθήσουμε και κλίνουμε τις κεφαλές ως ένδειξη σεβασμού προς το μαρτύριό του. Ντροπιασμένοι ξανά από τα συναισθήματά μας καθώς δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε ένα τελευταίο πικρό δάκρυ. Παίρνει το μέγεθος και το σχήμα ενός οβάλ μενταγιόν που ανοίγει για να αποκαλύψει την εικόνα ενός μικρού κοριτσιού. Το πρόσωπό της έχει μια απόκοσμη έκφραση, σαν κόρη αγία. Την αναγνωρίζουμε σαν μια από εμάς μα δεν μπορούμε για την ώρα να την διακρίνουμε καθαρά. Το μενταγιόν πέφτει και βουλιάζει. Προσπαθούμε να το ανακτήσουμε όπως γαντζώνεται κανείς από το φάντασμα μιας παλιάς αγαπημένης. Χάθηκε, στη θέση του η αντανάκλασή μας ολοένα ξεκαθαρίζει καθώς η λάσπη καταλαγιάζει. Ανατριχιάζουμε από φρίκη. Τα πρόσωπά μας παγώνουν για μια στιγμή πάνω στην επιφάνεια. Σφιχτά και πρησμένα από το αίμα τα πρόσωπά μας, τα μάτια μας σμιχτά και γεμάτα μίσος. Τα στόματά μας παραμορφωμένα από γκριμάτσες οργής. Τα μελανά ανοιχτά χείλη μας σχηματίζουν αισχρότητες ανάμεσα στον κίτρινο αφρό. Το σάλιο ρέει ελεύθερα και τα μαλλιά μας κόλλησαν από τη βρώμα και τα περιττώματα των ζώων. Στις γροθιές μας, οι αρθρώσεις λευκές, βρίσκονται κάθε είδους πρόχειρα όπλα, ψαλίδες, αξίνες, ρόπαλα, κομμάτια σκοινί, κουζινομάχαιρα και χαντζάρια που τα ανεμίζουμε άτακτα πάνω απ’ τα κεφάλια.
Η νύχτα απλώνει τη μπέρτα της κι ο λάκκος γίνεται πιο μαύρος κι απ’ το θάνατο. Άγρια θηρία ουρλιάζουν σαν ξωτικά σε νυχτέρι. Ψάχνουμε ψηλαφιστά για μικρούς θάμνους. Τους ξεριζώνουμε. Μουσκεύουμε τα φύλλα τους με βενζίνη και τα αναφλέγουμε. Τα κρατάμε με τεντωμένα χέρια προς το κέντρο φτιάχνοντας ένα κύκλο φωτιάς. Μαύρος καπνός υψώνεται και παγιδεύεται κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων. Ο καπνός κρέμεται σε πέπλα. Τα δένδρα μοιάζουν ξαφνικά με μάνες θρηνούσες. Τα πρόσωπα τους είναι σκληρά σαν πέτρα χωρίς δάκρυα. Αυτό που τους έκλεψε το γάμο, αυτό που τους άρπαξε το μοναχοπαίδι, πρέπει να πάρει απόψε έναν τελευταίο άντρα. Μα ποιον; Ο τροχός της νύχτας στενεύει καθώς το φως της φωτιάς κινείται πάνω στην επιφάνεια και προς το κέντρο. Μόνο το κεφάλι του απομένει και το μάτι του που δεν ικετεύει πλέον, όχι. Τώρα, ‘κείνο το μαύρο κάρβουνο μας χλευάζει όλους. Θυμόμαστε την αγία κόρη. Σπρώχνουμε τα δάχτυλά μας μέσα από τις τρύπες του μικρού κόκκινου φορέματος που βρίσκεται στα χέρια μας, μιαρό και ματωμένο. Η τερατώδης κοροϊδία μας εξοργίζει μα δεν βγάζουμε ήχο. Οι θρηνούσες μάνες χτυπιούνται και οδύρονται και σκίζουν τα πένθιμα πέπλα από τα πρόσωπά τους. Και καθώς όλη η οργή και η εκδίκηση επιτέλους εστιάζεται, νιώθουμε πως πρέπει να στρωθούμε γρήγορα στη δουλειά. Η ζωή του είναι δική μας. Είναι μια ένδοξη στιγμή. Δεν μπορούμε να τη στερηθούμε. Είναι ζήτημα δευτερολέπτων μέχρι να εξαφανιστεί. Ο θάνατος δεν θα μας ξεγελάσει ξανά. Πρέπει να στρωθούμε γρήγορα στη δουλειά. Πρέπει να δουλέψουμε γοργά και σκληρά κείνο το σαν κατράμι μαύρο μαργαριτάρι.

FINISH
NICK CAVE


Το κείμενο περιέχεται στο ένθετο του LP, ‘From Her to Eternity’, (Mute 1984).

Η μετάφραση είναι αγνώστου μιας και δεν αναγράφεται πουθενά ποιος την έκανε στο αφιερωματικό φανζίν της «τυφλόμυγας», Μάρτης 2003, με αφιερώματα στους: Vincent Van Gogh, Demetrio Stratos και Nick Cave, όπου αλιεύθηκε και το κείμενο.

Βίντεο: Ο Cave και οι Bad Seeds στην ταινία του Wim Wenders, «Wings of Desire», 1987.